Όπως περνούν τα χρόνια, η άνοιξη δεν είναι πια μουσική του
Βιβάλντι ούτ’ ερωτική φλυαρία μελισσών με τα λουλούδια,
αλλά θλιβερή υπόμνηση ενός χαμένου παραδείσου και το
καλοκαίρι δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτε κορμιά
χρυσά που προκαλούνε με τη λάμψη τους τον ήλιο, αλλά φρικτή
επιβεβαίωση ότι και το χρυσάφι ακόμα σκουριάζει και το
φθινόπωρο δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτε γλυκιά
ρέμβη κοιτώντας τη βροχή από το τζάμι, αλλά βεβαιότητα
ότι σε λίγο η βροχή θα σπάσει το τζάμι και θα κατακλύσει
αμετάκλητα τα πάντα και ο χειμώνας δεν είναι πια
μουσική τού Βιβάλντι ούτε γαστέρα όπου κυοφορούνται νέες
μέλισσες, νέα λουλούδια, αλλά ένα σπασμένο τζάμι απ’ όπου
έχει περάσει η βροχή και κατακλύζει κιόλας τα πάντα, όπως
περνούν τα χρόνια και δεν υπάρχει πια παρά η μουσική του
Βιβάλντι που επιμένει να μιλάει για εναλλαγή εποχών σ’ ένα
δωμάτιο κατακλυσμένο πια για πάντα απ’ το χειμώνα.