Δεν έχουμε πια πού να πάμε.
Τα πράγματα επαναστατούν,
δε μας αναγνωρίζουν το δικαίωμα να κυριαρχούμε πάνω τους.
Τα σπίτια που χτίσαμε γίναν φυλακές, οι πολιτείες που ρυμοτομήσαμε γίναν λαβύρινθοι.
Ω Αριάδνη, Αριάδνη – κάποτε προφέραμε τ’ όνομά σου, κάποτε τραγουδούσαμε τ’ όνομά σου και βρίσκαμε την έξοδο.
Τώρα, η μουσική δεν υπακούει πια στα δάχτυλά μας, απέβη εις πένθος μας η κιθάρα και ο ψαλμός μας εις κλαυθμόν ημίν και μένουμε εδώ ακίνητοι στη μέση των πραγμάτων που μεγαλώνουν γύρω μας σα δέντρα άγρια και σκοτεινά, στενεύοντας αδιάκοπα τον ουρανό.
Το ταξίδι που τόσα χρόνια λογαριάζαμε δε θα γίνει ποτέ Αριάδνη.
Τα πλοία φύγαν μόνα τους από το λιμάνι κι η θάλασσα, τόσο πικρή η θάλασσα για την ψυχή μας, που ν’ αποστρέφουμε το πρόσωπο στη θεά της.
Όχι, δεν έχουμε πια πού να πάμε.